ξεγνοιασιά

ξεγνοιασιά
η
βλ. ξενοιασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενοιασιά — και ξεγνοιασιά και ξεννοιασιά, η [ξενοιάζω] 1. έλλειψη φροντίδων, αμεριμνησία («η παιδική ηλικία είναι γεμάτη ξεγνοιασιά») 2. αποπεράτωση μιας εργασίας …   Dictionary of Greek

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • αμεριμνησία — αμεριμνησία, η και αμεριμνία, η αφροντισιά, ξεγνοιασιά: Αμεριμνησία σαν τη δική σου δεν έχω ξανασυναντήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξε(γ)νοιασιά — η αφροντισιά, έλλειψη φροντίδων, αδιαφορία. ξενοιασιά η ξενοιασιά, η και ξεγνοιασιά, η αφροντισιά, αμεριμνησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”